Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
Το Βιβλίο στη Βιβλιοθήκη μου
Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή
Βιβλίο Ιταλική πεζογραφία - Μυθιστόρημα >> Κυκλοφορεί - Εκκρεμής εγγραφή
Για να γράψετε και εσείς την κριτική σας για αυτό το βιβλίο, πρέπει πρώτα να συνδεθείτε.
Σύνδεση Τώρα

  5
Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
19-03-2020 21:49
Υπέρ  Ενδιαφέρον, Συναρπαστικό, Καθηλώνει, Πρωτότυπο, Διδακτικό, Πλούσια πλοκή
Κατά  
Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή

Ας κάνουμε και μια βιβλιοκριτική -έτσι για την αλλαγή.

Το βιβλίο που θα σας παρουσιάσω σήμερα το λατρεύω.

Εννοείται πως δεν ξέρω πως γίνονται οι βιβλιοκριτικές, εννοείται πως δε θα μιλήσω για τίποτα τεχνικό, θα το κάνω με τον γνωστό δικό μου άναρχο τρόπο.

Λογοτεχνία λοιπόν!

Τι ορίζεται ως καλή λογοτεχνία;

Υποκειμενικά τα κριτήρια, κανόνες επί κανόνων στην προσπάθεια να καταστήσουμε την τέχνη αντικειμενική.

Αλλά δεν γίνεται.

Στο πανεπιστήμιο είχα μια αγαπημένη καθηγήτρια. Έκανε γλωσσολογία, λάτρευα ό,τι σε γλωσσολογία υπήρχε, μέχρι που ένα ωραίο πρωί: ''Ταρατατάν!'': η ἐπαΐουσα στα μάτια μου καθηγήτρια υποστήριξε πως μπορούμε χρησιμοποιώντας γλωσσολογικά εργαλεία να ανακαλύψουμε που έγκειται η λογοτεχνική ομορφιά ενός κειμένου.

Υποστήριξε με άλλα λόγια πως αν ένα κείμενο είναι ένας ζωντανός οργανισμός -που είναι- τότε μια νεκροτομή θα μας βοηθούσε να καταδείξουμε την λάμψη του. Διαφώνησα μ΄αυτό το πετσόκομα της ομορφιάς και ήταν -αν θυμάμαι καλά- η πρώτη και η μοναδική σύγκρουσή μας.

Τώρα λοιπόν να που βρίσκομαι σε θέση να προσπαθήσω να ανακαλύψω που ακριβώς βρίσκεται η ομορφιά ενός κειμένου.

Δε θα χρησιμοποιήσω όμως γλωσσολογικά κριτήρια.

Όχι, όχι: κάθολου δε μου κάνουν αυτά: Θα μιλήσω όπως πρέπει να μιλάει κανείς για την λογοτεχνία: Με την καρδιά του!

Για μένα λοιπόν ένα βιβλίο είναι καλό όταν:

α) Σε κάνει να μαθαίνεις κανούργια πράγματα

β) Σε κάνει να φαντάζεσαι άλλους κόσμους. Καλύτερους. Ομορφότερους. Ρομαντικότερους.

γ) Σου πετάει στην μούρη απροσδόκητα ερωτήματα

και πάνω απ' όλα όταν σε αυτό βρίσκεις γραμμένες σκέψεις δικές σου, ενδεχομένως τόσο μύχιες που πίστευες ότι δεν θα υπάρχει άλλος άνθρωπος πάνω στη γη που έχει κάνει παρόμοιες· Ή και τις ίδιες ακριβώς, αν είσαι τυχερός.

Μιλάω για σκέψεις για την ζωή, πράγματα που θα ήθελες να έχεις ζήσει ή που τουλάχιστονξέρεις ότι θα μπορούσες να έχεις ζήσει γιατί σε κάποια πράγματα θα μπορούσες να μοιάζεις με ήρωα μυθιστορήματος.

Αν λοιπόν, έτσι χοντρικά και πρόχειρα, αυτά τα 4 είναι που καθιστούν ένα βιβλίο ωραίο, ''η κάθε σύμπτωση που έχει ψυχή'', τα έχει και τα τέσσερα.

Μιλάει για πράγματα που θα θέλαμε να ήμασταν:

''Θα ήθελα να τους έλεγα ότι θα προτιμούσα να είμαι ηθοποιός, ακροβάτης, μουσικός, να ταξιδεύω διαρκώς και να έχω πολλή αγάπη να προσφέρω. Να μην ξέρω εκ των προτέρων ότι δεν μπορώ να γιατρέψω τίποτα''

//

Ο Βινίσιους είχε λευκά μαλλιά, δεμένα πίσω, και την κοιλιά έξω. Ο Ούνγκα, όπως τον αποκαλούσαν οι βραζιλιάνοι, έμοιαζε με παιδί ογδόντα χρονών, σκανταλιάρικο, ευτυχισμένο. Ένα απόκείνα τα ιδιότροπα καλικαντζαράκια που, σύμφωνα με τον Ματζάνι, τρυπώνουν στις σκηνές των Βεδουίνων για να σπείρουν το κακό μάτι και μετά το διώχνουν με αντάλλαγμα γλυκά με σουσάμι. Σ' εκείνη τη σκηνή, ο Ούνγκα και ο Βινίσιους έπιναν ουίσκι, μιλούσαν, διάβαζαν ποίηση, τραγουδούσαν, δόξαζε ο ένας τον άλλον, δόξαζαν τη ζωή τους, τη ζωή εκείνων των ηλικιωμένων ανθρώπων που είχαν αγαπήσει πολύ, είχαν υποφέρει κι είχαν κάνει πολλά λάθη, αλλά που δεν είχαν μισήσει ποτέ.

Και για προσωπικές δικές μας στιγμές -κι αν μην τις παραδεχόμαστε σε κανέναν:

''Μόλις η Τζοβάνα Μπαλντίνι βγήκε από την πόρτα, ένιωσα την ακαταμάχητη επιθυμία να γράψω στην Μάρτα, την καλύτερή μου φίλη. Γιατί δεν πρέπει ποτέ να χάνεις χρόνο, αλλά να σπεύδεις να πεις ό,τι σε απασχολεί σ' εκείνον που πρέπει να το πεις. 'Ηθελα να της γράψω τρυφερά πράγματα, αλλά και απελπισμένα, να της πω πως εκείνη ήταν η σύντροφος που δεν είχα ποτέ και ότι κάποιες φορές μου έλειπε, και όχι όπως θα μου έλειπε μια φίλη. Μου έλειπε η φωνή της, ο τρόπος που γελούσε, το πρόσωπό της πάνω από το δικό μου στη φουριόζική πρωινή ατμόσφαιρα, και ο ουρανός της γειτονιάς μου μόλις έφευγε.''

Μιλά για τις στιγμές που ερωτευόμαστε:

''Την έβλεπα να κινείται στο περιορισμένο χώρο του παταριού [...]. Δεν ξέρω τι μου προκαλούσε μεγαλύτερη τρυφερότητα, αν ήταν εκείνη η χαρούμενη φωνή που γέμιζε το δωμάτιο ή η θηλυκότητα που απέπνεε. [...]. Θα μπορούσα να κάθομαι να την κοιτάζω ώρες κάτω απ' τα σκεπάσματα. [...]. Εκείνη την ώρα και σ' εκείνη την παράξενη σοφίτα όπου είχαμε καταλήξει για να ανανεώσουμε την υπόσχεσή μας πόσο αγαπιόμασταν, έμοιαζε ολότελα άνετη, θαρρείς και δεν ένιωθε πια καμιά αμηχανία ή φόβο.''

//

''Ελπίζω μόνο να μη σε έκανα να βαρεθείς με όλες αυτές τις ιστορίες'', είπε.

''Καθόλου. Όταν μιλάω μαζί σου, μαθαίνω ένα σωρό πράγματα. Μπορώ να σε πάω μέχρι το σπίτι σου;'' [...] Περπατήσαμε μέχρι την πλατεία συνεχίζοντας να μιλάμε για τη μέρα μας, το πανεπιστήμιο, τη δουλειά μου, για ό,τι μας άρεσε και ό,τι μας ενοχλούσε και για το πόσο δύσκολη είχε γίνει η ζωή στη Ρώμη.

''Πότε θα τα ξαναπούμε;'' τη ρώτησα μόλις φτάσαμε στην πλατεία Σάντα Μαρία Ματζόρε.

''Σύντομα''.

Αλλά και γι' αυτές που χωρίζουμε:

''Ώρες ώρες είχα την αίσθηση πως ήμουν ο πιο μονάχος άνθρωπος στον κόσμο. Όλες εκείνες οι γυναίκες που έρχονταν στο γραφείο μου, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η δική μου θεραπεία αφότου με εγκατέλειψε η Σερένα. Δε την σκεφτόμουν πια τόσο επίμονα όσο τους πρώτους μήνες, μα κάθε τόσο τύχαινε να στρίβω στη γωνία κάποιου δρόμου και να εμφανίζεται μπροστά μου ένας άλλος, χωρίς καμιά λογική, η είσοδος κάποιου σινεμά, ένα υφασματοπωλείο που είχαμε επισκεφτεί μαζί, το πιο παλιό κατάστημα με είδη ραπτικής στην πόλη, και άξαφνα μου ερχόταν στο μυαλό το βάδισμά της, εκείνος ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο κινιόταν, που την έκανε να μοιάζει πάντα έτοιμη να πέσει κάτω.

Και τότε επιτάχυνα το βήμα μου, μα ένα αίσθημα πανολεθρίας και κατάρρευσης με κατέκλυζε και κατέληγα να νιώθω έτσι όπως μπορεί να νιώθει μια λωρίδα διάβασης πεζών.''

Μιλά για τις στιγμές που κάνουμε έρωτα:

'' Δέκα λεπτά αργότερα ανεβαίναμε τις σκάλες τις σοφίτας μου. Κλειδώσαμε την πόρτα πίσω μας, ταραγμένοι ακόμα. Η Φενγκ ακούμπησε τις γροθιές της στο στήθος μου και βάλθηκε να τις χτυπάει με μια πνιχτή απόγνωση. Την έσφιξα πάνω μου και περίμενα να ξεθυμάνει. Μα εκείνη συνέχισε, μου έβγαλε το μπουφάν, το πουκάμισο κι ύστερα έβγαλε το φόρεμά της.

Ξαπλώσαμε στο πάτωμα κι αρχίσαμε να κάνουμέ έρωτα με μια οργή που δεν έλεγε να σβήσει· ήταν τα ιδρωμένα κορμιά δυο φυγάδων που δεν είχαν πάψει στιγμή να δραπετεύουν. Δεν ήταν πια μια συμφωνία συμμαχίας ανάμεσα σε δύο φίλους, μα ένας έρωτας μανιασμένος, δίχως παιχνίδια, θαρρείς και δεν υπήρχε πια χρόνος για να αναπληρώσουμε την απόγνωσή μας, δεν υπήρχε τίποτε άλλο πέρα από κείνο το αγκομαχητό, από κείνο το αίσθημα της κατάρρευσης, παραζάλης, κατάπληξης. Θαρρείς και δεν είχαμε αντιληφθεί ποτέ τόσο ξεκάθαρα, ακόμα και μεταξύ μας, τη βαβελικη ασυνεννοησία που χωρίζει όλα τ' ανθρώπινα πράγματα.

Στο τέλος, σωριαστήκαμε εξαντλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, επαναλαμβάνοντας πάνω στα πληγωμένα μας χείλη το όνομά μας.''

Ή εκείνες ακόμα τις στιγμές που είναι δικές και μόνο δικές μας! Και που κανείς ποτέ δεν θα μπορούσε να μας τις πάρει:

''Ανοιξα στην σελίδα που είχε μείνει ο σελιδοδείκτης. Προς το τέλος, ο ηλικιωμένος άντρας είχε υπογραμμίσει μια σύντομη φράση. Αναγνώρισα το απόσπασμα από τις πρώτες αράδες.

On their last morning, Katherine straightened the furniture and cleaned the place with slow care.

Το μετέφρασα από μέσα μου:

Το τελευταίο τους πρωινό η Κάθριν έβαλε τα έπιπλα στη θέση τους και καθάρισε τον χώρο αργά και μεθοδικά. Έβγαλε την βέρα που φορούσε και την σφήνωσε σε μια χαραμάδα ανάμεσα στον τοίχο και το τζάκι. Χαμογέλασε ντροπαλά. ''Ήθελα'', είπε, ''ν΄αφήσω κάτι δικό μας εδώ· κάτι που να ξέρω ότι θα υπάρχει εδώ όσο υπάρχει ετούτο το μέρος. Μπορεί ν' ακούγεται χαζό''.

Ο Στόουνερ δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Την έπιασε αργά από το μπράτσο, βγήκαν έξω και κατευθύνθηκαν αργά μέσα από το χιόνι προς το κεντρικό κτίριο, απ' όπου θα έπαιρναν το λεωφορείο για την Κολόμπια.

I wanted to leave something of our own here; something I knew would stay here, as long as this place stays. Maybe it's silly.

Δεν είχα ξεχάσει την ανθρωπιά αυτής της σκηνής, την τελετή του αποχωρισμού δυο εραστών που ήθελαν να σώσουν τουλάχιστον τη θύμηση της ευτυχίας τους στο μέρος όπου την είχαν βιώσει.

Ήθελα ν' αφήσω κάτι δικό μας εδώ, ένα ίχνος της παρουσίας μας. ''

//

''Αν αναγκαζόσουν να παίξεις στα χαρτιά την πιο όμορφη ανάμνησή σου, ποια θα στοιχημάτιζες, Εμιλιάνο; [...] Φαντάσου ότι σου έχουν τελειώσει όλα σου τα λεφτά, αλλά σου επιτρέπουν να ποντάρεις τις αναμνήσεις σου. Ποια θα ήταν η πιο πολύτιμη που θα έριχνες στο τραπέζι;''

''Κάποτε μου είχες δείξει μια φωτογραφία. Δίπλα σου ήταν μια κοπέλα. Δείχνατε ευτυχισμένοι.'' [...]

''Αυτή τη φωτογραφία θα πόνταρα, Βίντσε. Την κοπέλα την έλεγαν Κλαούντια. Είχαμε γνωριστεί στο τρένο. Είχα ένα σακίδιο γεμάτο βιβλία, όπως πάντα. Μου ζήτησε να της δανείσω ένα για το ταξίδι, γιατί δεν θα θα μπορούσα να τα διαβάσω όλα μόνος μου. Κι έβαλε τα γέλια''.

''Κι εσύ;''

''Διάλεξα προσεκτικά το βιβλίο που της δάνεισα''.

''Πώς το έκανες αυτό; Αφού ούτε καν την ήξερες''.

''Της έδωσα το πιο μεγάλο. Έτσι δεν θα μπορούσε να το τελειώσει. 'Ηταν όμως ωραίο βιβλίο. Από κείνα που δεν τ' αφήνεις με τίποτα. Όταν φτάσαμε στην Ρώμη, της είπα ότι μπορούσε να το κρατήσει με τον όρο να μου πει αν της άρεσε ή όχι. Της έδωσα το τηλέφωνο του βιβλιοπωλείου όπου δούλευα εκείνον τον καιρό. Τρεις μήνες μετά παντρευτήκαμε.

[...]

Εσύ πάλι, Βίντσε, τι θα στοιχημάτιζες;

''Το τραπεζάκι ενός μπαρ, τη νύχτα''.

''Για πες''.

''Δεν έχω και πολλά να πω. Μια πλατεία τεράστια κι έρημη. Κατεβασμένα ρολά. Άδειες στοές. Όλα τα παράθυρα των κτηρίων ερμητικά κλειστά. Μονάχα το φως από τους φανοστάτες τριγύρω. Και η απόλυτη σιωπή''.

''Τι ώρα ήταν;''

''Τρεις, μπορεί και τέσσερις''.

''Την ξέρω αυτή τη στιγμή''

''Ναι, είναι σαν ανακωχή. Ο αχός της νύχτας γαληνεύει και η αυγή είναι ένα ακόμα κουτσομπολιό. Αλλά κρατάει λίγο. Καθίσαμε σ' ένα τραπεζάκι από τη μια μεριά της πλατείας, αλλά οι καρέκλες ήταν δεμένες με μια αλυσίδα. Δεν ήταν εύκολο να χωρέσουμε γιατί δεν μπορούσαμε να τις μετακινήσουμε. Αναγκαστήκαμε να σφηνώσουμε τα πόδια μας και να καθόμαστε σφιχταγκαλιασμένοι ο ένας με τον άλλον. Θα μπορούσαμε να μείνουμε έτσι μια ζωή, να περιμένουμε την παραγγελία ενός σερβιτόρου που δεν θα ερχόταν ποτέ''.

''Με την Σερένα ήσουν;''

''Έχει καμιά σημασία;''

Μιλά για την αξία της λογοτεχνίας που ενίοτε ξεχνιέται:

'' ''Η λογοτεχνία είναι ένα μολυσματικό, ένα ταραχοποιό στοιχείο. Ειδάλλως, δεν εξηγείται γιατί πάντοτε την κυνηγούσαν. [...] Είναι η μεγάλη σαμποτέρ οποιασδήποτε νομιμοφροσύνης. Δεν υπάρχει δικτάτορας που να μην την έχει φοβηθεί. Διότι η λογοτεχνία αμφισβητεί κάθετι, αρχής γενομένης απ' όσους γράφουν και όσους διαβάζουν. Από την πλευρά μου, πάντοτε αγαπούσα τους συγγραφείς που, από τον Θερβάντες κι έπειτα, στο χάος απάντησαν με χάος, στην αδικία με την τρέλα. Ο Δον Κιχώτης, θα μας θυμίζει εισαεί πως το διάβασμα είναι μια ανατρεπτική πράξη, μια διαρκής διαμαρτυρία ενάντια στην δυστυχία και στην αδικία.''

Και για εκείνους που αγαπάνε με πάθος την Τέχνη του λόγου. Και για τα χούγια τους:

'''Όμως αυτή η μανία του να συλλέγει, να υποδιαιρεί και να ομαδοποιεί δεν ήταν η μοναδική του ψύχωση. Όπως θα δειτε, ένα μεγάλο μέρος των βιβλίων είναι βιβλιοδετημένα χάρη σ' ένα τεχνίτη που είχε το εργαστήριό του κάπου εδώ κοντά, αλλά δυστυχώς πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Σε πολλά μάλιστα πρόσθεσε μερικές σελίδες που τις γέμιζε με μικροσκοπικές σημειώσεις. Εκεί αντέγραφε φράσεις που του άρεσαν, ορθογραφικά λάθη, μεταφραστικές αβλεψίες, τη σωστή γραφή των λέξεων σε διάφορες γλώσσες. Αλλά και ό,τι του ερχόταν στο μυαλό και που συχνά ήταν άσχετο με το βιβλίο: το μέρος όπου βρισκόταν όταν το διάβαζε, την ημερομηνία, τον τίτλο μιας εφημερίδας. Συμπληρωματικές και δευτερεύουσας σημασίας σημειώσεις, Μικρά post-it για μελλοντική χρήση. Ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι. Είμαι σίγουρη πως αν μπορούσε, θα αλλοίωνε με αυτόν τον τρόπο όλα τα βιβλία που είχαν περάσει στην κατοχή του. Τις θυμάμαι αυτές τις σελίδες γεμάτες σημειώσεις γραμμένες με μολύβι: όταν ήμουν μικρή, μου τις έδειχνε λες και είναι πιο πολύτιμες από το τυπωμένο κείμενο. Δυστυχώς, τις έκοψε όλες μ' ένα κοπίδι. Θα βρείτε μόνο το λεπτό τους περιθώριο μέσα στη βιβλιοδεσία, σαν ξηλωμένο στρίφωμα στο τελείωμα ενός παντελονιού.''

Μιλά για εκείνους που γράφουν:

''Ιδού ένα άλλο κλισέ, που πρέπει να διαψεύσουμε. Ότι για να παίξει κάποιος μουσική, να γράψει, ή να κάνει οτιδήποτε άλλο πράγμα που ο κόσμος αποκαλεί τέχνη, είναι απαραίτητο να απομονώνεται σ' έναν υπερβαρικό θάλαμο ή να τον τυλίγει μια αύρα μυστικισμού και απομόνωσης. Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι αυτοί που έχουν γράψει στις πιο αντίξοες συνθήκες, εκείνοι που έφεραν το χάος στην τάξη και όχι το αντίστροφο, όπως επαναλαμβάνουν όλοι, δίχως καν να ξέρουν για τι πράγμα μιλάνε''.

Και για δασκάλους εμπνευσμένους που κάτι τελοσπάντων προσπαθούν να εμφυσίσουν:

''[...]μου έφεραν στο μυαλό την τεχνική του caviardage. Στο σχολείο την χρησιμοποιούσα συχνά. Με τους μαθητές μου φωτοτυπούσαμε τα πιο γνωστά αποσπάσματα από τους Αρραβωνιασμένους του Μαντσόνι, για παράδειγμα τη συνάντηση ανάμεσα στον Δον Αμπόντιο και στους Μπράβους.

Κατόπιν, μ' έναν χοντρό μαρκαδόρο σβήναμε μεγάλα αποσπάσματα ή φράσεις αφήνοντας καθαρές μόνο μερικές λέξεις που, αν στο τέλος τις βάζαμε στη σειρά μαζί με άλλες, σχημάτιζαν απρόσμενες αλυσίδες νοημάτων.

Στο τέλος αντιγράφαμε το αποτέλεσμα.

Κάθε φορά που παρότρυνα τους μαθητές μου να πάρουν μέρος σ' αυτό το παιχνίδι, ενθουσιάζονταν πάντα και νομίζω ότι αυτό οφειλόταν κυρίως στην ελευθερία που είχαν να ανατρέψουν ένα κείμενο το οποίο θεωρούσαν πως όφειλαν να το σέβονται τυφλά.

[...]Από μόνοι τους καταλάβαιναν πως κάθε λέξη μπορεί να ήταν ζωτικής σημασίας για το πεπρωμένο μας. Και δεν έπρεπε να τη σπαταλάμε. Έτσι δεν χρειαζόταν καν να τους πω πως αυτό κάνουν οι ποιητές – μόλις το είχαν βιώσει κι οι ίδιοι.''

Μιλά για τα ρήματα της ζωής μας:

''Έχω διαβάσει πολύ λίγα πράγματα, αλλά, δεν βαριέσαι, θα μου άρεσε να σας προτείνω ένα βιβλίο''.

''Παρακαλώ''

''Ο τίτλος του είναι Το βιβλίο των εναγκαλισμών και τον συγγραφέα τον λένε Εδουάρδο Γκαλεάνο. Είναι σύντομα διηγήματα, ανέκδοτα, σκέψεις, και οι σελίδες του είναι γεμάτες σχέδια''.

''Γιατί σκεφτήκατε αυτό το βιβλίο;''

''Δεν έχω την παραμικρή ιδέα''

''Κάντε μια προσπάθεια''

''Ίσως για το σημείωμα με το οποίο ξεκινά''.

''Μου εξάπτεται την περιέργεια''.

''Έίναι μόνο δυό γραμμές στις οποίες ο Γκαλεάνο εξηγεί την έννοια της λέξης ''θυμάμαι''.

''Ενδιαφέρον ρήμα''.

''Ξέρετε από πού βγαίνει;''

''Όχι''

''Από το λατινικό ''re-cordis'' που κυριολεκτικά πάει να πει ξαναπερνώ απ΄την καρδιά''.

Σκέφτηκα την ασυγχώρητη αδιαφορία με την οποία χρησιμοποιούμε τις λέξεις.

''Το έχω σκεφτεί πολύ αυτές τις βδομάδες. Δεν μπορούσατε να μου δώσετε πιο εύστοχη συμβουλή''.

''Το βλέπετε;''

''Τι πράγμα;''

''Η λογοτεχνία έχει πάντα σχέση''.

''Λέτε;''

''Δεν ήμουν ποτέ φανατική αναγνώστρια και λυπάμαι γι΄αυτό, αλλά στην ηλικία μου τα βιβλία δεν είναι παρά ένας τρόπος να κρατάς τους λογαριασμούς σου με τη μνήμη, κύριε Κόρσο''.

Και αυτά που έχουμε πραγματικά ανάγκη:

''Απ' ότι φαίνεται ο κόσμος χρειάζεται κάποιον σαν εσάς''.''Δεν κάνω τίποτα, σας τ' ορκίζομαι. Απλώς ακούω''.''Και σας φαίνεται λίγο;''

Μιλάει ακόμα για αυτές τις οnce in a life time στιγμές που οι καρδιές των ανθρώπων συναντιούνται και πορεύονται παρέα. Μ' έναν μοναδικά τελισίδικο τρόπο:

''Είχατε τόσο πολύ καιρό να μάθετε νέα του;''''Δεν μου είχε ξαναγράψει και απεχθανόταν το τηλέφωνο. Είχα πάντα την ελπίδα ότι θα τον έβλεπα ξαφνικά κάτω από το σπίτι μου, στη Γένοβα. Όμως είχε τύχει ξανά να εξαφανιστεί για μήνες, αν και ποτέ για τόσο πολύ καιρό''.

Τα μάτια της μοιάζουν να έχουν αλλάξει χρώμα.

''Δεν ξέρω πως να σας το εξηγήσω, είχαμε εθιστεί πλέον στην απουσία μας''.

''Πόσο καιρό γνωριζόσασταν;'',

Η γυναίκα με κοιτάζει μ΄ένα αφοπλιστικό χαμόγελο.

''Από τότε που ήμασταν παιδιά. Μόνο που δεν ξέραμε τίποτα για τη ζωή και η ζωή μάς χώρισε πριν καλά καλά καταλάβουμε πόσο δεμένοι ήμαστε. Εγώ παντρεύτηκα, έγινα μητέρα, χώρισα, είχα άλλους άντρες. Κι όμως με τον Φαμπρίτσιο επιζήσαμε και μετά από τους εραστές μας''.

Κάνει μια παύση.

''Δεν χρειαζόταν να επικοινωνούμε κάθε μέρα, ιδίως όταν πια γεράσαμε. Ξέραμε πως αν χρειαζόταν, ο ένας θα ήταν πάντα κοντά στον άλλον. Όπως βλέπετε, είμαστε απλώς τα συντρίμμια ενός άλλου αιώνα. Αλλά, ξέρετε, αλληλογραφούσαμε, κάπου κάπου γράφαμε κάτι μακροσκελή γράμματα ο ένας στον άλλον, με το χέρι''.

''Γράμματα;''

''Ναι, μια ζωή το κάναμε αυτό. Κατά βάθος, η ιστορία μας ήταν μια ατελείωτη αλληλογραφία που κράτηση πάνω από πενήντα χρόνια, Μια ιδιαίτερη αλληλογραφία, ωστόσο''.

''Ιδιαίτερη ως προς τι;''

''Στην αρχή ξεκίνησε σαν παιχνίδι. Ο Φαμπρίτσιο είχε διαβάσει ένα μυθιστόρημα και του άρεσε τόσο πολύ που ένιωσε την ανάγκη να αντιγράψει ένα κομμάτι και να μου το στείλει''.

''Θυμάστε ποιο μυθιστόρημα ήταν;''

''Ναι, φυσικά, αλλά θα με συγχωρήσετε αν δεν σας πω ούτε τον συγγραφέα ούτε τον τίτλο. Θα ήταν σαν να πρόδιδα ένα μυστικό''.

''Καταλαβαίνω''.

''Εγώ του απάντησα με τη σελίδα ενός άλλου βιβλίου. Εκείνος το σκέφτηκε λίγο, περίμενε μερικές μέρες και μετά μου έστειλε ένα άλλο γράμμα με τις φράσεις ενός τρίτου βιβλίου. 'Επειτα από λίγο καιρό, μας έγινε μια ακούσια συνήθεια''.

''Μ' αυτόν τον τρόπο αλληλογραφούσατε πάντα;''

''Ναι, η δική μας ήταν μια αλληλογραφία από δεύτερο χέρι. Φαίνομενικά έμοιαζε με την αλληλογραφία δυο παθιασμένων αναγνωστών. 'Ηταν όμως κάτι τελείως διαφορετικό. Είχαμε δημιουργήσει έναν κώδικα. Ξέραμε και οι δύο ότι χρησιμοποιούσαμε τις φώνες των άλλων για να πούμε ό,τι δεν είχαμε το κουράγιο να εκστομίσουμε''.

''Δεν υπήρχε ο κίνδυνος να γίνει κάποια παρεξήγηση;''

''Κάθε φορά ήταν ένα στοίχημα, ένα μικρό αίνιγμα. Απογυμνωνόμασταν και την ίδια στιγμή κρυβόμασταν. Στο τέλος, όμως, ήταν όλο τόσο ξεκάθαρα, σας διαβεβαιώ, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάποιο λάθος. Μπορώ μάλιστα να πω με καμάρι ότι δεν επαναληφθήκαμε ποτέ. Είχαμε ατέλειωτους τρόπους να ερμηνεύσουμε και να ορίσουμε τα συναισθήματά μας''.

Προσπαθώ να φανταστώ την ένταση αυτών των επιστολών. Πόσο δυνατό θα ήταν εκείνο το κράμα επιφυλακτικότητας και απερισκεψίας που θα απέπνεαν.

''Αυτή ήταν η φύση της σχέσης μας είτε το πιστεύετε είτε όχι. Ωστόσο, τα βιβλία που διαβάζαμε δεν ανταποκρίνονταν πάντα σ΄αυτό που είχαμε ανάγκη να εκφράσουμε και τότε το αναζητούσαμε με μια κρυφή λύσσα. Κάθε φορά που βρίσκαμε τις σωστές λέξεις -και είμαι σίγουρη ότι το ίδιο ίσχυε και για εκείνον- τις αναγνωρίζαμε με την πρώτη ματιά, λες και τις γράφαμε την ίδια στιγμή που τις επέλεγαν τα μάτια μας. Ο Φαμπρίτσιο ήταν ο κρυφός αποδέκτης και η σκιά κάθε αναγνώσματός μου. Πιστεύετε ότι μπορεί να ζήσει κανείς με κάτι πιο απόκρυφο;''

Κι ακόμα μιλά για αγάπες που λες ότι δεν, κι όμως...

''[...] Έτσι τώρα που είχε χάσει στ' αλήθεια όλες τους τις λέξεις, είχε δανειστεί και πάλι εκείνες των συγγραφέων που είχε αγαπήσει περισσότερο στη ζωή του.

Στη πρώτη σελίδα είχε μεταφέρει το φινάλε του Γράμμα στην Ντ., Ιστορία ενός έρωτα του Αντρέ Γκόρζ:

Μόλις έγινες ογδοντά δύο χρονών. Είσαι ακόμα όμορφη, γοητευτική και επιθυμητή. Πάνε πια πενήντα οκτώ χρόνια που ζούμε μαζί και σ' αγαπώ περισσότερο από ποτέ. Τελευταία σε ξαναερωτεύτηκα για άλλη μια φορά και έχω πάλι μέσα μου ένα σπαρακτικό κενό που το γεμίζει μονάχα το σώμα σου αγκαλιασμένο σφιχτά με το δικό μου.

Η γυναίκα της οποίας το όνομα ξεκινούσε από Ντ. χαϊδεύει με το δάχτυλό της το χαρτί. Κάθε λέξη που υπάρχει εκεί μέσα πρέπει να έχει για κείνη υψηλό βαθμό συγγένειας, να αντηχεί μέσα της σαν μητρική γλώσσα.''

Ένα βιβλίο, ΤΟΣΗ ΠΟΛΛΗ ΟΜΟΡΦΙΑ!

Και ο Ιταλός που φαίνεται πως ΤΟΣΟ πολύ ξέρει να γράφει!

Εύγε!
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;  
Ναι
  /  
Όχι
  

Όλες οι σχέσεις του βιβλίου
Το ακολουθούν
0
Το έχουν
0
Το θέλουν
0
Αγαπημένο τους
0
Το δανείζουν
0
Το δάνεισαν
0
Το δανείστηκαν
0
Το διάβασαν
0
Το διαβάζουν
0
Το χαρίζουν
0
Το ανταλλάσσουν
0
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα